ουροχολίνη

ουροχολίνη
η
(βιοχ.) χρωστική που προέρχεται από τις χολικές χρωστικές με την αναγωγή τους στο έντερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. urobiline (< ούρο + bile «χολή» + κατάλ. -ine). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην Ιατρική Εφημερίδα Στρατού].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους …   Dictionary of Greek

  • αναλύσεις, κλινικές — Μορφολογικές, φυσικές, χημικές και βιολογικές εξετάσεις, που γίνονται σε ιστούς, εκκρίματα, απεκκρίματα ή παθολογικά προϊόντα του οργανισμού, με σκοπό να οδηγηθεί ο γιατρός στη σωστή διάγνωση, στον καθορισμό της βαρύτητας και στην παρακολούθηση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”