- ουροχολίνη
- η(βιοχ.) χρωστική που προέρχεται από τις χολικές χρωστικές με την αναγωγή τους στο έντερο.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. urobiline (< ούρο + bile «χολή» + κατάλ. -ine). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην Ιατρική Εφημερίδα Στρατού].
Dictionary of Greek. 2013.